- κράνους
- κράνοςhelmetneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
CHRISTI Monogramma — in nummis occurrit non raro, quod a Constantino M. fluxisse, ostendunt nummi eius, in quorum uno, qui aureus est, inscriptum, VICTORIA CONSTANTINI AUG. In alio vero Cassidi adscriptum visitur; quô firmatur, quod Eusebius tradit, hosce characteres … Hofmann J. Lexicon universale
SANGUINARIUS Pons circa Spoletum — inter Narniam et Ocriculum. Aurel. Victor. Ab Aemiliani caede nomen nactus est. Sic collis quidam prope Ciliciae Adanam Α῞ιματος βουνὸς; Sanguinis Collis, dictus est propter Agarenos tot numerô ibi caesos, ὡς ῥεῦσαι διὰ τȏυ κρανοῦς τὸ αἷμα… … Hofmann J. Lexicon universale
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
κάσκα — η 1. κράνος 2. ελαφρό καπέλο από φελλό σε σχήμα κράνους που φοριέται στις θερμές χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casca < ρωσ. kaška] … Dictionary of Greek
κορνικουλάριος — και κορνιουκλάριος, ὁ (Α) 1. στρατιώτης που έλαβε ως βραβείο ένα κερατοειδές κόσμημα τού κράνους και προήχθη σε ανώτερη τάξη 2. πάρεδρος, βοηθός, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornicularius (< corniculum, υποκορ. τού cornu «κέρας»)] … Dictionary of Greek
κρανοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα κράνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη … Dictionary of Greek
μετώπιο(ν) — το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) [μέτωπον] νεοελλ. ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο τής νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους μσν. μετωπιαίο διακοσμητικό τού κράνους ή τής μίτρας μσν. αρχ. μέτωπο… … Dictionary of Greek
μουριόνι — και μοριούνι, το είδος ελαφρού κράνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. morion ή < ιταλ. morione (πρβλ. ισπ. morrion)] … Dictionary of Greek